σεπτεμβριανός

σεπτεμβριανός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται το Σεπτέμβριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεπτεμβριανός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Σεπτέμβριο 2. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τον μήνα Σεπτέμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σεπτέμβριος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Οκτωβρ ιανός). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ελ. Ραφαήλ] …   Dictionary of Greek

  • σεπτεμβριάτικος — η, ο, Ν σεπτεμβριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σεπτέμβριος + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. Χριστουγενν ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”